- αὐθέντρια
- αὐθέντριαZweiter Berichtfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυθέντρια — η βλ. αφέντης … Dictionary of Greek
Ossetic language — Ossetian Spoken in Russia (North Ossetia) Georgia … Wikipedia
Ясский язык — Страны: Венгрия Вымер: нач. XIX в … Википедия
Аланский язык — Страны: Алания Регионы: Северный Кавказ … Википедия
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek